- τιτύσκομαι
- στους Αλεξανδρινούς συγγραφείς και ενεργ. τιτύσκω, Α(επικ. τ.)1. (ενεργ. και μέσ.) παρασκευάζω, ετοιμάζω (α. «Ἥφαιστος δὲ τιτύσκετο Θεσπιδαὲς πῡρ», Ομ. Ιλ.β. «νίκαν Ἱέρωνι τιτύσκων», Βακχ.)2. μέσ. α) σημαδεύω και χτυπώ με επιτυχίαβ) (για πυγμάχο) χτυπώ εύστοχα τον αντίπαλό μου («αὐτὰρ ὅγ' ἐν θυμῷ κεχολωμένος ἵετο πρόσσω, χερσὶ τιτυσκόμενος», Θεόκρ.)γ) (γενικά) επιτυγχάνω σε μια προσπάθειά μουδ) ρίχνω, κατευθύνω κάτι προς το μέρος κάποιου («φώριον ἀλλήλων βλέμμα τιτυσκόμεθα;», Ανθ. Παλ.)3. φρ. α) «φρεσὶ τιτύσκομαι»(με απρμφ.) έχω κατά νου, σκοπεύω να κάνω κάτι (Ομ. Ιλ.)β) «ἄντα τιτυσκόμενος» — σκοπεύοντας ακριβώς απέναντι (Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ενεστ. τ. σχηματισμένος με διπλασιασμό τι- και επίθημα -σκω (πρβλ. διδάσκω) από το θ. τυχ- τού τυγχάνω* (< αμάρτυρο τ. *τι-τύχ-σκομαι, από όπου η σημ. «σημαδεύω με επιτυχία, επιτυγχάνω»). Το ρ., ωστόσο, θα μπορούσε να αναχθεί και σε αρχικό τ. *τι-τύκ-σκομαι (< θ. τυκ- τού αορ. τε-τυκ-εῖν τού ρ. τεύχω*, από όπου η σημ. «παρασκευάζω, ετοιμάζω»). Για την ετυμολ. σχέση ανάμεσα στα ρ. τυγχάνω και τεύχω, βλ. τα αντίστοιχα λ.].
Dictionary of Greek. 2013.